- ημίπηχυς
- ἡμίπηχυς, -υ (Α)1. αυτός που έχει έκταση μισού πήχη2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμίπηχυμισός πήχης3. αυτός που έχει ύψος μισού πήχη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιπήχειον — ἡμιπήχειον και ἡμιπήχιον, τὸ (Α) [ημίπηχυς] μισός πήχυς … Dictionary of Greek
ημιπηχυαίος — α, ο (AM ἡμιπηχυαῑος, αία, ον) [ημίπηχυς] αυτός που έχει μήκος μισού πήχη … Dictionary of Greek